Τι υποστηρίζουν οι Ελληνες πολιτικοί, τι απαντούν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και ποια μπορεί να είναι τελικά η απάντηση.
Του Γιάννη Παλαιολόγου
Η «έξοδος» από το Μνημόνιο, ελλείψει καλύτερων υποψηφίων για τον ρόλο, έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εθνικού οράματος. Ο κ. Στουρνάρας έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι η Ελλάδα το 2014 θα ξαναβγεί στις αγορές. Ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, Τάκης Μπαλτάκος, είπε την περασμένη εβδομάδα ότι «η τρόικα και το Μνημόνιο είναι μια μελανή σελίδα στην Ιστορία της χώρας και όλη η προσπάθεια γίνεται για να σταθούμε στα πόδια μας και έτσι να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από αυτούς όσο πιο γρήγορα γίνεται». Ο πρωθυπουργός είναι «θυμωμένος» με την τρόικα και έχει ήδη προαναγγείλει ότι «σε λίγο θα μπορούμε να πούμε τέλος στην εποχή των Μνημονίων και του υπερδανεισμού».
Κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ και ο Γιοργκ Ασμουσεν, έχουν περιλούσει με παγερά νερά την ιδέα ότι η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές το ερχόμενο έτος. Το πιο ενδιαφέρον ερώτημα, ωστόσο, είναι αν η εσπευσμένη υλοποίηση του «οράματος» είναι επιθυμητή.
Ας ξεκινήσουμε από τα απλά: επί του παρόντος, 71% του ελληνικού δημοσίου χρέους βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα (εξαιρουμένης της ΕΚΤ). Εξ αυτών, μετά τις επανειλημμένες μειώσεις των επιτοκίων, η Ελλάδα πληρώνει για τα διμερή δάνεια του αρχικού προγράμματος επιτόκιο κάτω του 1% (περίπου 0,7%), ενώ για τα δάνεια του EFSF έχει συμφωνηθεί να μην πληρώνει τόκους για δέκα χρόνια. Τα επιτόκια για τα δύο προγράμματα από το ΔΝΤ –το αρχικό StandBy Agreement και το Extended Fund Facility, που ισχύει από τον Μάιο του 2012– κυμαίνονται στην περιοχή του 3%. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της Ελλάδας, παρά τη ραγδαία πτώση τους τούς τελευταίους 15 μήνες, παραμένουν γύρω στο 8,5%. Ακόμα κι αν μειωθούν αισθητά περαιτέρω στο επόμενο εννεάμηνο, είναι προφανές ότι όποια έξοδο στις αγορές για μακροπρόθεσμο δανεισμό επιχειρήσει η χώρα μας του χρόνου θα της κοστίσει ακριβά – πολύ ακριβότερα από μία νέα συμφωνία για χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα.Αυτό, όμως, αλαλάζουν οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, ισοδυναμεί με «τρίτο Μνήμονιο» – νέες επαχθείς υποχρεώσεις, παράταση της περιόδου εκχώρησης της εθνικής μας κυριαρχίας. Είναι σαφές ότι αν μία νέα πρόταση χρηματοδότησης για την περίοδο 2014-16 συνοδευθεί από απαιτήσεις για οριζόντια μέτρα που θα πλήξουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα, θα είναι απορριπτέα – και στο πλαίσιο παγίωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος και επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, η κυβέρνηση θα μπορεί να πιέσει για καλύτερους όρους.
Κατά τα άλλα, ωστόσο, όσοι θεωρούν ότι η «έξοδος από το Μνημόνιο» θα δώσει στο πολιτικό σύστημα κάποια ουσιώδη αυτονομία κινήσεων όσον αφορά την οικονομική πολιτική είναι μάλλον γελασμένοι (εκτός αν μιλάμε για ρήξη με τους Ευρωπαίους και νέες εφιαλτικές περιπέτειες). Οπως επιβεβαίωσε την περασμένη Τετάρτη ο Ολι Ρεν, το τέλος του Μνημονίου δεν συνεπάγεται και τέλος της επιτήρησης της χώρας μας. Αυτή θα συνεχιστεί έως ότου το δημόσιο χρέος της Ελλάδας μειωθεί κάτω από το 75% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το βασικό σενάριο της πιο πρόσφατης έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (μέση ετήσια ανάπτυξη ΑΕΠ 2,3% από το 2014-30, πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2014, 3% το 2015 και κατά μ.ο. 4,1% από το 2016-30), το 2030 θα βρίσκεται ακόμα στο 86,5% του ΑΕΠ. Μάλιστα, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η επιτήρηση της Κομισιόν και το νέο πλαίσιο ελέγχου των προϋπολογισμών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης σε κοινοτικό επίπεδο, η πρόσφατη Ιστορία της χώρας μας θα ήταν παραπάνω από επαρκής για να επιβάλει συνέχιση της ίδιας σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής (οι στόχοι της οποίας, φυσικά, θα επιτυγχάνονται πολύ πιο εύκολα σε συνθήκες ανάπτυξης σε σχέση με τη συντριπτική ύφεση των προηγούμενων ετών).
Αναξιόπιστοι
Η λέξη «Ελλάδα» έχει καταστεί διεθνώς συνώνυμη της πιστοληπτικής αναξιοπιστίας. Θα χρειαστεί επίμονη δουλειά για πολλά χρόνια για να πειστούν οι αγορές ότι μάθαμε το μάθημά μας. Κάθε δείγμα χαλάρωσης και επιστροφής στις παλιές κακές συνήθειες θα εξετάζεται εξονυχιστικά από τους επενδυτές, για να κρίνουν αν αποτελεί ένδειξη ενός ευρύτερου πισωγυρίσματος. Η χώρα μας, πέραν του αναντίρρητου δημοσιονομικού άθλου, επιδεικνύει τελευταίως σημαντικά δείγματα προόδου σε μία σειρά ζωτικών τομέων: στη φορολογική διοίκηση, στον έλεγχο των δαπανών Υγείας, στην άρση εμποδίων στην επιχειρηματική δράση. Συχνά, τα θετικά βήματα έχουν γίνει με την ισχυρή πίεση των δανειστών μας. Θα συνεχίσει η κυβερνητική πολιτική να κινείται στην ίδια κατεύθυνση, παρά τις πιέσεις βουλευτών, συνδικαλιστών, επιχειρηματικών συμφερόντων, κάθε λογής συντεχνιών, μετά το «τέλος του Μνημονίου»;
Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ